Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τον αριθμό

  • 1 счёт

    -а (-у), προθ. о счте, на счету а.
    1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•

    счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•

    обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.

    || λογαριασμός•

    личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•

    открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•

    текущий счёт τρέχων λογαριασμός•

    сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.

    2. έγγραφος λογαριασμός•

    счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.

    3. υπολογισμός.
    4. πλθ.μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,
    5. αποτέλεσμα, σκορ•

    выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.

    εκφρ.
    -ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•
    дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•
    без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•
    в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•
    в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•
    за счёт чего – σε βάρος του•
    на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•
    на чей ή какой счётκ. за чей ή какой счёт σε βάρος•
    на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•
    по -у первый, второйκλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•
    знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•
    покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•
    не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•
    иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•
    принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•
    сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.

    Большой русско-греческий словарь > счёт

  • 2 набрать

    набрать 1) μαζεύω, συγκεντρώνω 2) полигр. στοιχειοθετώ ◇ \набрать номер (телефона) παίρνω (или σχηματίζω) τον αριθμό ( του τηλεφώνου)
    * * *
    1) μαζεύω, συγκεντρώνω
    2) полигр. στοιχειοθετώ
    ••

    набра́ть но́мер (телефо́на) — παίρνω ( или σχηματίζω) τον αριθμό (του τηλεφώνου)

    Русско-греческий словарь > набрать

  • 3 crossed weight index number

    = cross-weight index number
    French\ \ indice à poids croisés
    German\ \ Index mit gekreuzten Gewichten
    Dutch\ \ indexcijfer met gekruiste weging
    Italian\ \ numero indice con pesi incrociati
    Spanish\ \ número índice ponderado cruzado; número índice de ponderaciones cruzadas
    Catalan\ \ nombre índex ponderat creuat; nombre índex de ponderacions creuades
    Portuguese\ \ número índice de ponderações cruzadas
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ krydset vægt indeks-nummer; tværs vægt indeksnummer
    Norwegian\ \ krysset vekt indekstall; cross-vekt indeksnummer
    Swedish\ \ korsade vikt indexnummer; över vikt indexnummer
    Greek\ \ διέσχισε τον αριθμό ευρετηρίου βάρος; πολλαπλής βάρους αριθμό ευρετηρίου
    Finnish\ \ ristiinpainotettu indeksi(luku t.-piste)
    Hungarian\ \ keresztezett súlyozású indexszám
    Turkish\ \ çaprazlanmış ağırlık indeks sayısı; çapraz-ağırlık indeks sayısı
    Estonian\ \ ristkaalu indeks
    Lithuanian\ \ kryžminis svorinis indeksas
    Slovenian\ \ indeks s križnimi utežmi; indeks s križno ponderacijo
    Polish\ \ indeks z mieszanymi wagami; indeks o podwójnych wagach
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ merkið þyngd röðunarnúmer; yfir-þyngd röðunarnúmer
    Euskara\ \ zeharkatu pisua indizea zenbakia; gurutze pisu-indizea zenbakia
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ ارقام قياسية متقاطعة موزونة
    Afrikaans\ \ gekruiste faktore
    Chinese\ \ 交 叉 加 权 指 数
    Korean\ \ 교차가중지수

    Statistical terms > crossed weight index number

  • 4 перенумеровать

    -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенумерованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω, αλλάζω τον αριθμό. || αναριθμώ, ξαναριθμίζω.
    2. αριθμίζω, βάζω αριθμό (σε όλα, πολλά).

    Большой русско-греческий словарь > перенумеровать

  • 5 тиражировать

    -рута, -руешь
    ρ.δ.μ. καθορίζω τον αριθμό έκδοσης αντιτύπων.
    καθορίζομαι (για αριθμό αντιτύπων).

    Большой русско-греческий словарь > тиражировать

  • 6 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 7 набрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•

    набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.

    2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•

    набрать воды παίρνω νερό.

    || δέχομαι•

    набрать заказов παίρνω παραγγελίες.

    3. προσλαμβάνω•

    набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.

    || στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•

    набрать армию συγκροτώ στρατό•

    труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•

    набрать отряд συγκροτώ τμήμα.

    4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•

    набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.

    || επαυξαίνω•

    набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.

    (τυπγρ.) στοιχειοθετώ.
    1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•

    набрать сил παίρνω δύναμη•

    набрать смелость παίρνω θάρρος•

    набрать терпение κάνω υπομονή.

    3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•

    набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).

    || δοκιμάζω, υποφέρω.
    4. εξευρίσκω•
    5. μεθώ, κουτσοπίνω.
    εκφρ.
    набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•
    набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > набрать

  • 8 штат

    α.
    η πολιτεία•

    Соединённые Штаты Америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

    εκφρ.
    генеральные -ы – γενικές συνελεύσεις παλαιά στη Γαλλία και Κάτω-χώρες.
    α.
    το προσωπικό•

    сокращение -ов – μείωση του προσωπικού.

    || κανονισμός ή αριθμός προσωπικού•

    утверждать -ы – εγκρίνω τον αριθμό του προσωπικού•

    по -у полагается – προβλέπεται από τον κανονισμό προσωπικού.

    εκφρ.
    остаться за -омπαλ. α) μένω έξω από το προσωοικό (δε συμπεριλαβαίνομαι). β) θεωρούμαι περίσσιος ή άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > штат

  • 9 интенсиметр

    ο μετρητής του ρυθ-μού/αριθμού/της ταχύτητας
    логарифмический - λογαριθμικός -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интенсиметр

  • 10 набирать

    1. полигр. στοιχειοθετώ 2. (собирать) συλλέγω, μαζεύω 3. ав. (высоту) ανυψώνομαι
    κερδίζω/παίρνω ύψος
    4. (скорость) ανοίγω/αυξάνω (την ταχύτητα) 5. (тлф.) πληκτρολογώ/καλώ
    - номер - τον αριθμό.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набирать

  • 11 набирать

    набирать
    несов
    1. μαζεύω, μαζώνω, συναθροίζω / γεμίζω (воду, воздух):
    \набирать горючее ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμα·
    2. (производить набор куда-л.) ἐγγράφω (учащихся)/ προσλαμβάνω, μισθώνω (рабочих)! στρατολογώ, ἐπιστρατεύω (вармию):
    \набирать учеников ἐγγράφω μαθητές·
    3. полигр. στοιχειοθετώ· ◊ \набирать номер (телефона) παίρνω τόν ἀριθμό (τηλεφώνου)· \набирать скорость ἀνοίγω ταχύτητα· \набирать высоту́ ἀνυψώνομαι, παίρνω δψος.

    Русско-новогреческий словарь > набирать

  • 12 выкрикнуть

    ρ.σ.μ. κ. αμ. κραυγάζω, ξεφωνίζω, βάζω τις φωνές. || φωνάζω, καλώ•

    -ли пятый номер φώναξαν τον αριθμό πέντε.

    Большой русско-греческий словарь > выкрикнуть

  • 13 пропись

    θ.
    1. καλλιγραφικό υπόδειγμα. || χειρόγραφο μέσα σε έντυπο κείμενο.
    2. μτφ. κοινοτοπία, πεζότητα ρουτίνα (για σκέψη).
    3. σκιαγραφία, σκίτσο.
    4. ως
    επίρ. -ью ολογράφως•

    писать число -ью γράφω τον αριθμό ολογράφως.

    Большой русско-греческий словарь > пропись

  • 14 три

    трёх, трём, тремя, о трёх (αριθμητικό απόλυτο)• τρία (3)•

    трижды три = девять τρία επι τρία = εννιά•

    написать цифру три γράφω τον αριθμό τρία.

    || (ποσοτικό)•

    три сестры τρεις αδερφές•

    три шага τρία βήματα•

    дом в три этажа σπίτι τριώροφο.

    || ο σχολικός βαθμός τρία, το τριάρι.

    Большой русско-греческий словарь > три

  • 15 тройка

    -и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.
    1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.
    2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).
    3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).
    4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).
    5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.
    6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο.

    Большой русско-греческий словарь > тройка

  • 16 рассчитать

    -аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. υπολογίζω, λογαριάζω•

    -ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•

    рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•

    всё было -о όλα υπολογίστηκαν.

    || προορίζω•

    книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.

    2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•

    рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.

    3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.
    1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•

    рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.

    2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.
    3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.
    4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•

    рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > рассчитать

  • 17 задумывать

    заду́мыва||ть
    несов
    1. (иметь намерение сделать) σχεδιάζω, σκοπεύω, προτί-θεμαι·
    2. (загадывать):
    \задумывать число́ βάζω μέ τόν νοῦ μου ἐναν ἀριθμό.

    Русско-новогреческий словарь > задумывать

  • 18 степень

    степеи||ь
    ж
    1. ὁ βαθμός:
    \степень родства ὁ βαθμός συγγενείας· \степень сжатия тех. ὁ βαθμός τής πιέσεως· до известной (или до некоторой) \степеньи ὡς ἕνα βαθμό· до последней \степеньи ὡς τόν τελευταίο βαθμό· в должной \степеньи ὅσο χρειάζεται, στον βαθμό πού πρέπει· в значительной \степеньи σέ μεγάλο βαθμό· до какой \степеньи? ὡς ποιο σημείο;· ни в какой \степеньи καθόλου, κάθε ἄλλο·
    2. мат ἡ δύναμις (άριθμοῦ):
    возводить число́ в третью \степень ὑψώνω ἀριθμό στον κύβο·
    3. (ученая) ὁ τίτλος, ὁ βαθμός:
    \степень кандидата нау́к ὁ τίτλος δόκιμου διδάκτορος· \степень доктора нау́к ὁ τίτλος διδάκτορος· присуждать ученую \степень ἀπονέμω ἐπιστημονικό τίτλο·
    4. грам.:
    \степеньи сравнения οἱ συγκριτικοί (или οἱ παραθετικοί) βαθμοί· положительная (сравнительная, превосходная) \степень θετικός βαθμός (συγκριτικός, ὑπερθετικός).

    Русско-новогреческий словарь > степень

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»